Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Biemel Walter: Αποσπάσματα για την "τεχνική" του Heidegger


Πηγή: bestimmung.blogspot -Ταξικές Μηχανές.

Προκαταρκτικές σημειώσεις: 

α) To κείμενο του Heidegger για την ουσία της τεχνολογίας, μεταφρασμένο στα αγγλικά. http://simondon.ocular-witness.com/wp-content/uploads/2008/05/question_concerning_technology.pdf

β) Όσον αφορά την έννοια του Heidegger ''Ge-stell'' που μεταφράζεται στα αγγλικά ως Enframing, στο κείμενο που μεταφέρουμε του Biemel, μαθητή και μελετητή του Heidegger, μεταφράζεται στα ελληνικά ως Σύ-στημα, όρος πιστότατος προς τις προθέσεις του ίδιου του Heidegger. Θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως πλαισίωση ή ''καδράρισμα''. Θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για ''συστηματοποίηση''Πέρα από το συγκεκριμένο όρο, νομίζω πως στην ελληνική απόδοση του κειμένου του Biemel υπάρχουν κάποια μεταφραστικά ζητήματα ανοιχτά. Ο Δ.Τζωρτζόπουλος έχει μεταφράσει το κείμενο του Heidegger για την Τεχνική στη συλλογική Περί Πολιτικής, Περί Αλήθειας, περί Τεχνικής

Το κείμενο αυτό σκοπεύουμε να το χρησιμοποιήσουμε ως "πρόκριμα'' για επόμενες αναρτήσεις που θα αφορούν το σύγχρονο καπιταλισμό. 


σελ 133 [...] Από τις τέσσερις διαλέξεις "To Πράγμα'', ''το Σύ-στημα'', ο ''Κίνδυνος'', η ''Στροφή'', ας συζητήσουμε εδώ την δεύτερη. Το κείμενό της το επεξεργάστηκε εκ νέου ο Heidegger και αποτέλεσε την ανακοίνωσή του στην ημερίδα της Βαυαρικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών ''Οι τέχνες στον αιώνα της τεχνικής''. Ο Heidegger παρουσίασε την ανακοίνωσή του που τώρα έφερε τον τίτλο ''Το ερώτημα για την τεχνική''*, στις 18 Νοεμβρίου 1955.
  Ευθύς εξ αρχής προσδιορίζεται το θέμα με ακρίβεια: πρόκειται για την ουσία της τεχνικής ''...η ουσία της τεχνικής δεν είναι κάτι καθόλου τεχνικό'' (σ.13), όπως η ουσία του δέντρου ''δεν είναι η ίδια ένα δέντρο που μπορούμε να συναντήσουμε ανάμεσα στα άλλα'' (σ.13).
 Ο Heidegger εκκινεί από την χρηστική αντίληψη της τεχνικής που την εννοεί σαν εργαλείο. Στην πορεία της ανάλυσης η τρέχουσα αυτή αντίληψη ανασκευάζεται ριζικά.
  Βρισκόμαστε στην αξιοπρόσεκτη κατάσταση όπου ένα μέσο που υπηρετεί την κυριαρχία να πρέπει το ίδιο να υποταγεί σε μία κυριαρχία καθώς ''απειλεί να διαφύγει από την εξουσία του ανθρώπου'' (σ.15).
  O Heidegger παραδέχεται μεν ότι αυτή η εργαλειακή παράσταση για την τεχνική είναι ''τρομερά ορθή'' (σ.14), συγχρόνως όμως διαχωρίζει το ορθό από το αληθινό και κάνει έτσι έναν υπαινιγμό για την πορεία της παράδοσης, που από την παράσταση του ορθού υποτίθεται ότι προχωρεί στην σύλληψη του αληθινού.
   Για να μπορούμε να διανύσουμε αυτόν τον δρόμο από το ορθό στο αληθινό πρέπει να είναι σαφές το τί εννοούμε εργαλειακό. Είναι ένα μέσο. Ένα μέσο γίνεται μέσο δυνάμει της επενέργειάς του, βάσει του τί μπορούμε να κάνουμε μ'αυτό. Οδηγούμαστε έτσι στο ερώτημα της αιτιότητας. Η παράδοση γνωρίζει τα τέσσερα αίτια: causa materialis (ύλη), causa formalis (μορφή), causa efficiens (κινούν αίτιο) και causa finalis (τελικό αίτιο). Αναφέρεται εδώ στον Αριστοτέλη. Ο Heidegger υπενθυμίζει ότι στους Έλληνες η αιτιότητα δεν έχει τίποτε να κάνει με ενέργεια και επενέργεια, ότι αιτίασημαίνει ενοχή. Τα τέσσερα αίτια είναι τέσσερις τρόποι ενοχής, του ενέχεσθαι. Στο παράδειγμα της φιάλης το ασήμι ωςύλη ενέχεται σ'αυτήν όπως ενέχεται η εμφάνιση-το είδος. Η φιάλη ανήκει στον ναό, την λατρεία, αυτό είναι το όριο που την περιβάλλει, το τέλος της. Και ο αργυροχόος ενέχεται στην δημιουργία του σκεύους όχι όμως απλά ως κατασκευαστής και τεχνίτης.

  ...Ο αργυροχόος συνενέχεται ως το στοιχείο, βάσει του οποίου η παρουσίαση και η ησυχία της φιάλης λαμβάνουν και διατηρούν την πρωταρχή τους. Οι τρεις τρόποι της ενοχής, που ονομάστηκαν προηγούμενως, οφείλουν στην πρόνοια του αργυροχόου το γεγονός και τον τρόπο εμφάνισής τους καθώς και την συμμετοχή τους στην παραγωγή της φιάλης (σ.17).

  Έτσι η causa efficiens, η πλέον προφανής για μας αιτία, δεν υπάρχει καθόλου στον Αριστοτέλη.
  Σε τί συνίσταται εδώ η ενοχή; Στην υπόσταση και στην κατάσταση της ασημένιας φιάλης ως θυσιαστικού σκεύους (σ.18). Μέσω αυτής της ενοχής εμφανίζεται, παρουσιάζεται η φιάλη. Με άλλη διατύπωση: η ενοχή παρέχει την αφορμή ώστε κάτι που δεν είναι ακόμη παρόν να κατακτήσει την παρουσία (σ.18). Η αφορμή αυτή, υπό την έννοια της παραγωγής, ονομάζεται στους Έλληνες ποίησις.
   Η ποίησις όμως ουδόλως είναι περιορισμένη στην ανθρώπινη δράση. Και η φύσις (φυσικό βασίλειο) είναι ποίησις. Η φύση οδηγεί σταθερά αφ'εαυτής κάτι στην παρουσία, κάνει τα όντα παρόντα. (Αρκεί να σκεφθούμε τα φαινόμενα της ανάπτυξης και της ωρίμανσης). Υπάρχει, όμως, μια διαφορά ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη φυσική παραγωγή. Η φυσική παραγωγή δεν χρειάζεται τίποτε άλλο για να παρ-ουσιάσει κάτι-η φιάλη αντίθετα χρειάζεται τον αργυροχόο για την υπόστασή της. Η φύση είναι καθ'αυτήν και αφ'εαυτής παραγωγή.
  Ποιό είναι το θέμα στην παραγωγή; Τί συντελείται εδώ; ''Η παρ-αγωγή άγει από την κρυπτότητα τη μη κρυπτότητα. Παρ-αγωγή συντελείται μόνο εφ'όσον εκκαλύπτεται το συγκαλυμμένο'' (σ.19). Βρισκόμαστε όμως έτσι ήδη στην περιοχή της α-ληθείας. Ό,τι αρχικά έμοιαζε ξένο, ασύμβατο μάλιστα-να συναρτηθεί η τεχνική με την αλήθεια-εμφανίζεται τώρα ως αδιαχώριστο. Αν συλλαμβάνουμε την α-λήθεια ως αποκάλυψη που οδηγεί στην μη κρυπτότητα, υπό την έννοια της δυνατότητας της εμφάνισης, της κατάκτησης της παρουσίας, τότε όντως αυτό που παράγεται σε κάθε παραγωγή είναι το παρ-όν, η παρουσία. Είτε πρόκειται για την κατασκευή ενός νέου σκεύους, την ανέγερση ενός τείχους, την διακόσμηση μιας οικίας, την καλλιέργεια ενός νέου τύπου φυτού ή την δημιουργία ενός έργου τέχνης. Είναι ο περιεκτικώτερος ορισμός, όχι υπό την έννοια της απλής γενικότητας αλλά της σύλληψης του ιδιώματος των όσων συντελούνται εδώ.
  Ποιά θέση όμως έχει εδώ η τεχνολογία; Μπορεί αναμφίβολα να εκληφθεί και ως ένας τρόπος παραγωγής-το ποιός, πρέπει να εξεταστεί. Αν το παραδεχόμαστε αυτό, τότε ανήκει και η τεχνική στο πεδίο της α-λήθειας, της μη κρυπτότητας (αλήθεια). Όσο παράδοξο κι αν μας φαίνεται αυτό, επειδή σκεπτόμενοι την τεχνική αποβλέπουμε στην ωφελιμότητα, στα μέσα και τους τρόπους παραγωγής, τις ιδιαίτερες μεθόδους, την αποδοτικότητα, τις απολαυές, ίσως και το κλίμα παραγωγής, επειδή δηλαδή μας καταπλήσσει τόσο η τεχνική πραγματικότητα ώστε δεν φθάνουμε να ρωτήσουμε τί πράγματι συντελείται εκεί, τί, επομένως, προσιδιάζει στην ουσία της τεχνικής.
  Στην ελληνική σκέψη, απ'όπου μάλιστα προέρχεται η έννοια της τέχνης, τέχνη και επιστήμη είναι συνάλληλες. Και οι δύο είναι τρόποι της γνώσης, της αυτο-συνειδησίας. Για το ότι ο Heidegger δεν συναρτά αυθαίρετα τέχνη και επιστήμη έχουμε μία ρητή μαρτυρία στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη (Βιβλίο IV, κεφ. 3 και 4). Εδώ αναφέρονται σαφώς η τέχνη και η επιστήμη ως τρόποι της αποκάλυψης, του αληθεύειν. Το κείμενο αυτό, το αναφέραμε ήδη, το ανακάλυψε νωρίς ο Heidegger και του παρότρυνε πολύ την σκέψη. Κατά κάποιο τρόπο ανήκει στα κείμενα που είναι στον πυρήνα της δικής του σκέψης. Ο Αριστοτέλης βλέπει εδώ την τέχνη ήδη από τη συγκεκριμένη άποψη του ότι εδώ πρόκειται για την αποκάλυψη ή την φανέρωση αυτού ''που δεν παρ-άγεται ούτε υφ-ίσταται το ίδιο, αυτού που επομένως μπορεί να εμφανίζεται και να αποβαίνει πότε έτσι, πότε αλλιώς'' (σ.21). Το κρίσιμο στοιχείο εδώ δεν είναι η κατασκευή, ο χειρισμός, η αναστροφή, η πρόβλεψη του προς επίτευξη, για παράδειγμα του σπιτιού, του πλοίου, του εξοπλισμού κ.ο.κ, η προκαταβολική δηλαδή θέαση του είδους που πρόκειται να προκύψει. Σ'αυτήν την προκαταβολική θέαση συντελείται η αποκάλυψη που αποτελεί έπειτα το υπόβαθρο για οτιδήποτε περαιτέρω-από τον χειρισμό του υλικού και τις μεθόδους εργασίας έως την χρήση της παραγωγής. Αυτοί οι όροι αντλήθηκαν από την συνείδηση των Νέων Χρόνων, για να διασαφήσουν απλώς ότι όλα αυτά υπηρετούν την πρόβλεψη του προορισμένου να παραχθεί είδους. Είναι αδιάφορο εδώ αν το προορισμένο να παραχθεί είναι ήδη γνωστό (π.χ ένα πλοίο) ή κάτι το κατ'αυτόν τον τρόπο νέο (ένα έργο τέχνης).
  Ο Heidegger αποδέχεται μία πιθανή ένσταση ότι αυτός ο τρόπος προσδιορισμού της τέχνης μπορεί βεβαίως να εφαρμοσθεί ως προς την αρχαιοελληνική εκδοχή της, όχι όμως στην μηχανική τεχνική σε συνάρτηση με τη φυσική επιστήμη των Νέων Χρόνων. Δύο ερωτήματα τίθενται: 1. Ισχύει και για την τεχνολογία των Νέων Χρόνων η συνάρτηση α-λήθειας (μη κρυπτότητας) και τέχνης; και 2. Ποιά είναι η ιδιαίτερη ουσία της τεχνολογίας των Νέων Χρόνων;
  Ο Heidegger απαντά καταφατικά στο πρώτο ερώτημα. Και η τεχνολογία των Νέων Χρόνων πρέπει να αντιμετωπισθεί στην συνάφεια κρυπτότητας και εκκάλυψης και, για να μπορέσει να γίνει αυτό σωστά, πρέπει να αναλυθεί το δεύτερο ερώτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο του δοκιμίου για την τεχνολογία. Με ποιό λοιπόν τρόπο συντελείται στην τεχνική των Νέων Χρόνων μία εκκάλυψη; Με άλλη διατύπωση: Πώς εμφανίζεται στην συναναστροφή με την τεχνική το ον; Και τούτο υποδηλώνει αμέσως το ακόλουθο ερώτημα: Ποιά η στάση του μέσω της τεχνικής προσδιορισμένου ανθρώπου προς ό,τι δεδομένο, ποιά η σχέση του μ'αυτό;
  Η απάντηση μοιάζει αρχικά εύκολη. Στην τεχνική στάση το κάθε τι παρουσιάζεται απλά σε σχέση με την διαθεσιμότητα και ελεγξιμότητά του-το παν γίνεται διακείμενο. Διαβάζουμε στην πρώτη επεξεργασία του ζητήματος:

Το διακείμενο διάκειται. Διάκειται εφ'όσον τοποθετείται σε μια διάθεση. Χρησιμοποιούμενα στην διάθεση τίθενται εν χρήσει. Η χρήση θέτει εκ των προτέρων το κάθε τι έτσι ώστε ό,τι έχει τεθεί να ακολουθεί αυτό που επακολουθεί ως αποτέλεσμα. Το παν είναι έτσι παρακολούθημα. Η ακολουθία, όμως, ορίζεται εκ προοιμίου ωςακολουθία αποτελεσματική. Η αποτελεσματική ακολουθία είναι εκείνο το είδος ακολουθίας που εναπόκειται η ίδια στο αποτέλεσμα περαιτέρω ακολουθιών. Το διακείμενο διάκειται ως ιδιότυπη θέση. Την ονομάζουμε διάθεση.

  Η τροπή του όντος σε διακείμενο ορίζει μια νέα εποχή. Αυτής προηγήθηκε η εποχή που το ον μετατράπηκε σεαντικείμενο και αντιμετωπίσθηκε ως τέτοιο.
  Όσο το κατέναντι του ανθρώπου ήταν και είναι ένα αντικείμενο (αυτό συντελέστηκε για πρώτη φορά με τον προσδιορισμό του ανθρώπου ως υποκειμένου, για το οποίο το κατέναντί του είναι το αντικείμενο) του αναγνωριζόταν μία ασφαλής αυτονομία. Λέω ασφαλής γιατί όταν ο άνθρωπος γίνεται υποκείμενο κατανοεί τον εαυτό του ως το κατ'ουσίαν υπο-κείμενο, τουλάχιστον ως προς τη γνώση. Στην τεχνολογία των Νέων Χρόνων συντελείται όμως κάτι ρηξικέλευθο. Στο προσκήνιο εμφανίζεται-ας το διατυπώσουμε έτσι-όχι το γνωρίζειν αλλά το δύνασθαι. Φυσικά και το δύνασθαι είναι εφικτό μόνο διά της γνώσης, η γνώση όμως εκμετράται κατ'ουσίαν βάσει αυτού που μπορεί να επιτευχθεί δι'αυτής. Το δύνασθαι αυτό εκλαμβάνει τον εαυτό του ολοένα και περισσότερο ως ισχύ και η ισχύς πρέπει να εμφανίζεται άμεσα στην εξουσία διάθεσης. Αυτό συντελείται με το διακείμενο. 

[...] Ξεκινούμε θεωρώντας παρανόηση να κατανοούμε τη μεταβολή στην στάση του όντος, από αντικείμενο σεδιακείμενο, ως αποτέλεσμα ανθρώπινης αυθαιρεσίας. Γιατί μ'αυτήν την μεταβολή πληροφορούμαστε μια μεταβολή της μη κρυπτότητας (της α-λήθειας), μια μεταβολή ουδέποτε, κατά τον Heidegger, ελέγξιμη από τον άνθρωπο μολονότι τον αφορά ουσιαστικά. Στην αναστροφή με το ον κατά την ελληνικά νοούμενη παρ-αγωγή ή κατά την μετέπειτα προκύψασα εξαντικειμένιση ή τέλος κατά την παρούσα διευθέτηση βρίσκουμε μια τέτοια μεταβολή της μη κρυπτότητας.

...Όταν ο άνθρωπος εμπλέκεται στην τεχνική συμμετέχει στην διάθεση ως τρόπο της εκκάλυψης. Όμως η ίδια η μη κρυπτότητα, όπου εκδιπλώνεται η διάθεση, δεν είναι ποτέ ανθρώπινο δημιούργημα. Όπως δεν είναι και το στάδιο που κάθε φορά διατρέχει ο άνθρωπος, όταν ως υποκείμενο συνδέεται με ένα αντικείμενο (σ.26).

  Είδαμε ότι η ουσία του ανθρώπου προσδιορίζεται και στηρίζεται από την αναφορά στην μη κρυπτότητα (πρβλ ''το ερώτημα για το Είναι στον ορίζοντα του χρόνου'' [σ.31 κ.ε], ''Το ερώτημα για την αλήθεια στο Περί της ουσίας της αλήθειας'' και ''Τέχνη και Αλήθεια'' [σ.95 κ.ε]). Η ανοικτότητα, που επιτρέπει την συνάντηση με την όποια αποκάλυψη, είναι η μη κρυπτότητα. Με τον τρόπο της ανοικτότητας στην οποία διατίθεται ο άνθρωπος, μεταλλάσσει η συμπεριφορά του προς το αποκαλυπτόμενο ον.

...Οπότε ο άνθρωπος ανοίγει τα μάτια και τ'αυτιά του, διανοίγει την καρδιά του, παραδίδεται στην αίσθηση και την προσπάθεια, τις εικόνες και τα έργα, στις παρακλήσεις και τις ευχαριστίες, βρίσκεται ήδη στην μη κρυπτότητα. Η μη κρυπτότητα έχει ήδη συντελεστεί όσο καλεί τον άνθρωπο στους ενδεδειγμένους γι'αυτόν τρόπους της εκκάλυψης. Όταν ο άνθρωπος αποκαλύπτει με τον τρόπο του την παρουσία μέσα στην μη κρυπτότητα, αποκρίνεται στην κλήση της (σ. 26).

  Η αναστροφή με τον ον, η προσδιορισμένη από την τεχνική, δεν είναι λοιπόν μια τυχαία ανθρώπινη πράξη. Ο ίδιος ο άνθρωπος έχει εγκατασταθεί στην επιτακτική αυτή αναστροφή, βάσει του τρόπου της μη κρυπτότητας, τον οποίο ο Heidegger ονομάζει σύ-στημα. Πώς πρέπει να εννοήσουμε αυτήν την λέξη; Για τον Heidegger έχει μία ανοίκεια σημασία, επειδή η όλη σκέψη θα μας οδηγήσει στο ανοίκειο. Με το σύστημα αντιλαμβανόμαστε κάτι πραγμοειδές, επειδή ολόκληρη η αντίληψή μας προσκολλάται άνετα στο πραγμοειδές. Το πραγμοειδές είναι ορατό, απτό, περιγράψιμο, μπορεί να κατασκευαστεί, να χρησιμοποιηθεί και να φθαρεί. Γνωρίζουμε πάντοτε περί τίνος πρόκειται. Για να στερεωθούμε στην κατοικία μας, γεμίζουμε τους χώρους με τα οικεία σε μας πράγματα. Εδώ πάντως το ζήτημα δεν είναι αυτής της υφής. Πρόκειται για την ανοικτότητα όπου βρισκόμαστε, δυνάμει της οποίας μας γίνεται προσιτή η εμφάνεια (το ον)-πρόκειται λοιπόν για την μη κρυπτότητα, την α-λήθεια. 
  Το ''σύ-στημα'' δεν είναι κάτι πραγμοειδές αλλά το όνομα για έναν ιδιαίτερο τρόπο της μη κρυπτότητας. Για ποιόν; Γι αυτόν που αξιώνει από τον άνθρωπο ''να εκκαλύψει το πραγματικό κατά τον τρόπο της διάθεσης ως διακείμενο. Σύ-στημα ονομάζεται ο τρόπος της εκκάλυψης που βασιλεύει στην ουσία της σύγχρονης τεχνικής χωρίς να είναι ο ίδιος κάτι τεχνικό'' (σ. 28).
  Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει: το ότι την μία συνδέουμε το σύ-στημα με την μη κρυπτότητα, την άλλη με την εκκάλυψη, δεν πρόκειται για ανακρίβεια ή τουλάχιστον έλλειψη αυστηρότητας στα λόγια μας; Η ανθρώπινη συμπεριφορά υπό την έννοια της εκκάλυψης-μπορούμε να την ονομάσουμε θεμελιώδη συμπεριφορά, διακρίνοντάς την από τους επί μέρους τρόπους συμπεριφοράς-φέρεται και προσδιορίζεται πάντοτε, κατά τον Heidegger, από τηνκυρίαρχη μη κρυπτότητα. Και η μη κρυπτότητα γίνεται προσιτή σε μας από τον τρόπο της συμπεριφοράς. Το ότι η μη κρυπτότητα ουσιωνόταν διαφορετικά στους Έλληνες απ'ό,τι στην παρούσα φάση, δεν μπορούμε να το αναγάγουμε σε θεωρίες και υποθέσεις ή να το συμπεράνουμε βάσει αυτών. Πρέπει να το πορισθούμε από την αναστροφή με το ον και την κατανόησή του όπως και από την αυτοσυνειδησία του ανθρώπου. Μη κρυπτότητα και εκκάλυψη συμπράττουν, σχηματίζουν ένα ενιαίο φαινόμενο κι είναι σημαντικό να τις ερμηνεύουμε ιστορικά. Οι διακρίσεις της αναστροφής υπό την έννοια της παρ-αγωγής, της εξαντικειμένισης και της διάθεσης είναι διακρίσεις της μη κρυπτότητας, δηλαδή κυρίως της εκκάλυψης.
  Το γεγονός ότι συνδέονται με τεχνολογικούς χειρισμούς και διακανονισμούς, μηχανισμούς που μας είναι γνωστοί ως ''συστήματα'' (σκελετός, άτρακτος, ικρίωμα), δεν σημαίνει ότι μπορούμε να συνάπτουμε το σύ-στημα με το πραγμοειδές αυτό. Ο Heidegger θέλει μάλλον να ανατρέξει στο ερώτημα για την ιδιάζουσα στην τεχνική μη κρυπτότητα. Υποδηλώνεται έτσι ήδη ποιά θέση προβλέπει ο Heidegger για την τεχνική και πόσο η ανάλυση αυτή απέχει από κάθε εργαλειακή περιγραφή της τεχνικής.
  O Heidegger σημειώνει ρητά ότι η έννοια της συστάσεως στο σύ-στημα πρέπει να διατηρήσει ακέραια τη σχέση της με την σύσταση υπό την έννοια της παραγωγής, όπως αυτό συμβαίνει στην ποίησιν. Στην παραγωγή ως ποίησιν το ον άγεται στην παρουσία όχι πάντως έτσι ώστε να υφίσταται ως χρηστικό διακείμενο αλλά ώστε με την σύσταση αυτή να εμφανίζεται κάτι.
  Η ελληνική δυνατότητα παρουσίας κατά την παραγωγή, υπό την έννοια της ποιήσεως και η εξασφάλιση του διακείμενου ως αξίωσης της φύσης υπό την έννοια του συ-στήματος είναι δύο αντίποδες που όμως-δεν πρέπει να παραβλέπεται αυτό-εμμένουν στην ίδια διάσταση, στη θεμελιώδη δηλαδή διάσταση της μη κρυπτότητας (της α-ληθείας). Πάντως, και στις δύο η μη κρυπτότητα συντελείται κατά πολύ διαφορετικό τρόπο. Ο Heidegger, στην διάλεξή του στην Βρέμη ''Εννόηση αυτού που είναι'', συμπέρανε ότι η επιστήμη των Νέων Χρόνων είναι κατά την ουσία της τεχνική. Τουτέστιν αυτό που συντελείται μέσα της ανταποκρίνεται στην αλήθεια του Είναι, υπό την έννοια του συ-στήματος, ότι αυτή εκφέρει την αλήθεια αυτή. 
  Δεν μπορούμε εδώ να παρακολουθήσουμε περαιτέρω το πώς στην φυσική επιστήμη των Νέων Χρόνων, πριν ακόμη από την οποιαδήποτε ανάπτυξη της τεχνικής, δρα το χαρακτηριστικό της σύστασης της φύσης υπό την έννοια της απόδειξης μιας αλληλουχίας δυνάμεων η οποία είναι προκαταβολικά προσδιορίσιμη. 

Η περί φύσεως θεωρία των φυσικών επιστημών κατά τους Νέους Χρόνους είναι ο πρόδρομος όχι μόνο της τεχνικής, αλλά και της ουσίας της σύγχρονης τεχνικής. Γιατί στην Φυσική βασιλεύει ήδη η επιτακτική συγκέντρωση στην διατιθέμενη εκκάλυψη (σ.29).

Η Φυσική ονομάζεται

...προάγγελος, αδιάγνωστος ακόμη κατά την καταγωγή του, του συ-στήματος (σ.29)

Η αιτιότητα δεν είναι πλέον η αφορμή παραγωγής υπό την έννοια του ενέχεσθαι, ούτε cause efficiens ούτε causa formalis. Ο Heidegger κάνει έναν υπαινιγμό:

  Πιθανόν η αιτιότητα να συρρικνώνεται σε μία επιτακτική διάγνωση διακειμένων που πρέπει να διασφαλίζονται ταυτόχρονα ή αλληλοδιαδόχως (σ.30 κ.ε).

Η διερεύνηση συγκεντρώνεται για δεύτερη φορά στην σύλληψη του συ-στήματος. Ακριβώς επειδή με το σύ-στημα δεν θεωρείται κάτι πραγμοειδές, αλλά ένας τρόπος της αναφορικότητας του ανθρώπου προς το ον, είναι αναγκαίο να περιγραφεί διεξοδικότερα τί εννοεί ο Heidegger με τη λέξη σύ-στημα. Όταν μιλούμε για αναφορικότητα του ανθρώπου, γεννάται αμέσως το ερώτημα: πώς αποκτάται αυτή η αναφορικότητα; Μπορεί ο άνθρωπος απλά να αναπτύξει τυχαίες αναφορές κι έπειται να τις αναιρέσει, να απομακρυνθεί δηλαδή από αυτές; Ή μια τέτοια εκτύλιξη υπακούει σε μια εντολή που αρχικά και κυρίως, και ίσως για καιρό, μένει κρυμμένη;
  Ο Heidegger αποφεύγει συνειδητά το λεκτικό της αναφορικότητας επειδή συχνά το λεκτικό αυτό δίνει την εικόνα ότι το εγώ των Νέων Χρόνων, που τελικά πετυχε να δικαιώσει την ύπαρξή του, βρίσκεται τώρα σε θέση να αναπτυχθεί σύμφωνα με το δικό του σχεδιασμό και την δική του βούληση. Μπορεί δηλαδή να ενεργοποιήσει όσες σχέσεις προς το ον του είναι αρεστές. Με άλλη διατύπωση: Το εγώ ως υποκείμενο είναι τώρα το κατ'ουσίαν ον και κάθε τι που δεν είναι της υφής του υποκειμένου δικαιώνεται ως προς το είναι του χάρις στο υποκείμενο. Η θέση αυτή αποκαλύπτεται και θεωρείται ευθέως από τον Heidegger, κατά τον νεωτερικό της χαρακτήρα, ως ένας ορισμένος τρόπος ανάπτυξης της Μεταφυσικής. Καθώς όμως βρισκόμαστε μέσα σ'αυτήν τη μεταφυσική παράδοση και προσδιοριζόμαστε, φερόμαστε απ'αυτήν, είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγούμε απ'αυτόν τον τρόπο παρατήρησης.
  Στο σύ-στημα συντελείται ένας ορισμένος τρόπος εκκάλυψης. ''...Συντελείται αυτή η εκκάλυψη κάπου επέκεινα της ανθρώπινης δράσης; Όχι. Δεν συντελείται ομως ούτε εντός του ανθρώπου ούτε καθορίζεται από αυτόν'' (σ.31). Ο άνθρωπος λοιπόν εντάσσεται εκεί. Δεν είναι όμως ο κάτοχος της εκκάλυψης ή-μπορούμε επίσης να πούμε-της ανοικτότητας όπου ενυπάρχει κάθε συμπεριφορά μας.
  Αν αυτή η απάντηση είναι μάλλον αρνητική παρά θετική, αυτό δεν είναι τυχαίο, ούτε ρητορικό τέχνασμα για να μεγαλώσει η αγωνία του αναγνώστη. Πρόκειται για έναν υπαινιγμό, ότι έχουμε εδώ εγκαταλείψει την περιοχή του αντικειμένου με τις μονοσήμαντες ερωτήσεις και απαντήσεις της. Αυτό όμως καθόλου δεν δηλώνει ότι έχουμε εισέλθει στην περιοχή όπου όλες οι αγελάδες είναι φαιόχρωμες (σ.ονειρμός: αναφέρεται στην μορφή του Hegel στη φιλοσοφία του Schelling για την απόλυτη ταυτότητα υποκειμένου-αντικειμένου) αλλά, μάλλον, ότι εδώ απαιτείται μια μεταμόρφωση στην εξέταση που δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί. Γι'αυτό και ο Heidegger επιλαμβάνεται, ακόμη μια φορά, του ζητήματος σχετικά με το πώς πρέπει να εννοήσουμε το σύ-στημα. ''Το σύστημα είναι η συγκέντρωση εκείνης της στάσης που ορίζει στον άνθρωπο να συλλαμβάνει το πραγματικό κατά τον τρόπο της διάθεσης ως διακείμενο. Ο άνθρωπος με το να έχει την επιταγή αυτή διατελεί στην περιοχή της ουσίας του συ-στήματος'' (σ.31) (σ.Ονειρμός: στα αγγλικά 
Enframing is the gathering together that belongs to that setting-upon which
sets upon man and puts him in position to reveal the real, in the mode of order-
ing, as standing-reserve. As the one who is challenged forth in this way, man
stands within the essential realm of Enframing.). 
  Δεν γνωρίζουμε πώς μπορεί να προκύψει κάτι τέτοιο. Μπορούμε όμως πολύ καλά να γνωρίζουμε τί συμβαίνει με το κατ'αυτόν τον τρόπο προκύψαν. Με το σύστημα πληροφορούμαστε έναν ορισμένο τρόπο της εκκάλυψης, έχουμε τεθεί εντός του ως εντός ενός είδους συν-κλήρωσης. Το να σκεφθούμε κατ'ουσίαν τον κλήρο αυτό είναι, κατά τον Heidegger, ένα από τα θεμελιώδη καθήκοντα του ανθρώπου. Και τούτο επειδή με την σκέψη αυτή διανοίγεται μία κατ'εξοχήν δυνατότητα-να μην μείνουμε δηλαδή απλά περιχαρακωμένοι σ'αυτήν την ορισμένη αναστροφή με το ον (υπό την έννοια της διάθεσης) αλλά να ανατρέξουμε στο ερώτημα που σ'αυτήν μετέχει κάτι σαν την μη κρυπτότητα.

...Επειδή αυτός [ο κλήρος] οδηγεί εκάστοτε τον άνθρωπο σε μία ατραπό εκκάλυψης, κινείται πάντοτε ο άνθρωπος, όντας καθ'οδόν, στο περιθώριο της δυνατότητας να παρακολουθήσει ό,τι έχει εκκαλυφθεί στην διάθεση, να το προωθήσει και να παραλάβει έτσι κάτι κριτήριο. Έτσι, αποκλείεται η άλλη δυνατότητα να αναμειγνύεται όλο και περισσότερο και πρωταρχικότερα ο άνθρωπος στην ουσία του φανερωμένου και την μη κρυπτότητά του για να συλλάβει την συνάφεια προς την εκκάλυψη που χρειάζεται ως την ουσία του (σ.33 κ.ε).

  Αν λοιπόν αρχικά φάνηκε πως δεν θα υπήρχε καμιά διαφυγή από την συγκεκριμένη αναφορικότητα-εδώ της διάθεσης-αυτό το κείμενο λέει ότι υπάρχει σαφώς μία άλλη δυνατότητα στην σκέψη και δι'αυτής, το ερώτημα δηλαδή για την διάσταση που πρώτιστα στηρίζει την οποιαδήποτε εκκάλυψη, η διάσταση της μη κρυπτότητας. Και ότι, συγχρόνως, έτσι ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του, τον ουσιώδη δηλαδή προσδιορισμό του που θεμελιώνεται από την αναφορά του στην μη κρυπτότητα (πρβλ. επίσης και την Επιστολή για τον ''Ανθρωπισμό''). Γιατί κάτι σαν την μη κρυπτότητα υπάρχει μόνο για το ον που είναι το ίδιο ανοικτό και, ευρισκόμενο έτσι στο άκρυπτο, μπορεί να εκφέρει την μη κρυπτότητα.

[...] Συνεχώς προσκρούουμε στην εξής δυσκολία: ότι αντιλαμβανόμαστε την μη κρυπτότητα ως ένα κενό μέσον υποδοχής του όντος. Μάλλον όμως υπάρχουν κι άλλες πτυχές όπως μπορέσαμε να δούμε με τους διάφορους τρόπους της εκκάλυψης-η εκκάλυψης ως ποίησις, υπό την έννοια της παρ-αγωγής, η εκκάλυψη ως εξαντικειμένισηη εκκάλυψη ως διάθεση. Κάθε φορά το ον εμφανίζεται κατ'άλλον τρόπο και ο ίδιος ο άνθρωπος το κατανοεί διαφορετικά. 
  Ακριβώς με την διάθεση μαθαίνουμε ότι και ο ίδιος ο άνθρωπος υφίσταται μόνον ως κάτι διαθέσιμο-συγχρόνως όμως προβάλλει ως ο απόλυτος κύριος οποιουδήποτε όντος, σαν να ήθελε έτσι να υπερκεράσει την απώλεια στην οποία είναι εκτεθειμένος. Ο άνθρωπος μοιάζει παντού να συναντά τον εαυτό του [17]. Στην ερμηνεία του Heidegger προκύπτει όμως το αντίθετο.''Ωστόσο ο άνθρωπος σήμερα πράγματι, δηλαδή κατά την ουσία του, δεν συναντά πλέον πουθενά τον εαυτό του'' (σ.35). 

[...] Μπορούμε να παρακολουθήσουμε με ευχέρεια την σκέψη ότι στην πορεία της ιστορίας της Μεταφυσικής συντελείται μία μεταβολή στην ερμηνεία του όντος. Αυτό μαρτυρούν τα κείμενα αν έχουμε κατανοήσει και αποδεχθεί τα χαιντεγκεριανά νήματα της ερμηνείας.

[...] Με την κυριαρχία του συ-στήματος, έχει πραγματοποιηθεί, κατά τον Heidegger, η απειλή ''...να μην μπορεί ο άνθρωπος να επικοινωνήσει με την πλέον αρχέγονη εκκάλυψη και να αισθανθεί έτσι την προσαγόρευση μιας πλέον αρχέγονης αλήθειας'' (σ.36). Γιατί η αλήθεια δεν κατοικεί στην απόφανση, στην αληθή κρίση αλλά η αλήθεια ως μη κρυπτότητα είναι αυτός ο κλήρος ο οποίος περιπίπτει στον άνθρωπο, τον οποίο πρέπει ο άνθρωπος να φέρει μέχρι τέλους ανάλογα με το πώς μπορεί να αισθάνεται το ον. Γι'αυτό ο Heidegger μπορεί να σκέφτεται την μη κρυπτότητα ως διαφύλαξη. Διαφυλάσσει την ανοικτότητα όπου έχει ιστορικά ταχθεί ο άνθρωπος και η οποία του καθιστά προσιτό, κατά ορισμένο τρόπο, το ον.
  Προσπαθούμε να κατανοήσουμε σε τί συνίσταται ο αμφίσημος χαρακτήρας της ουσίας της τεχνολογίας. Έως τώρα απλά σημειώσαμε το χαρακτηριστικό του έσχατου κινδύνου, να έχει τόσο πολύ απορροφηθεί ο άνθρωποςτην μανία της διάθεσης ώστε να παραποιείται καθ'ολοκληρίαν η σχέση του προς την αλήθεια ως εκκάλυψη, να μην μπορούν καν άλλες δυνατότητες να συλλαμβάνονται ως δυνατότητες. Αυτή είναι μόνο μία πτυχή του ζητήματος. Αν στο σύ-στημα προβάλλει ένας ορισμένος τρόπος της μη κρυπτότητας, αν σε οποιαδήποτε μη κρυπτότητα συμπράττει κάτι σαν διαφύλαξη, τότε μπορεί και εδώ αυτή η σκέψη της διαφύλαξης να καταστεί ο προορισμός της σκέψης. Αυτό σημαίνει πως τότε μπορεί και εδώ να θεωρείται ο άνθρωπος βάσει της σχέσης του προς την αλήθεια-ο σταθερός αγώνας του Heidegger. Μια τέτοια σκέψη μπορεί κάπως να συνεισφέρει στην υπερκέραση της απώλειας της ουσίας, απώλεια που λαμβάνει χώρα στην καθαρή διάθεση και την διασφάλιση του διακείμενου. Αυτό τότε θα ήταν το κίνητρο μιας μεταβολής-μιας πιθανής μεταβολής υπό την έννοια της διάσωσης, που μπορεί να έλθει μέσα στον έσχατο κίνδυνο. Ίσως μια τέτοια μεταβολή να προέκυπτει από την τέχνη-γιατί η τέχνη από καιρό στρέφεται γύρω από την δυνατότητα εμφάνισης του όντος, δηλαδή μαζί και του ίδιου του ανθρώπου-καθώς και από την σκέψη, όπως την εννοεί ο Heidegger κατ'αντιδιαστολή προς το φιλοσοφείν. Η σκέψη προορίζεται να σκεφθεί την ίδια την μη κρυπτότητα και την συντελούμενη εντός της εκκάλυψη και συγκάλυψη. Η προσπάθεια του Heidegger, της ερμηνευτικής προσοικείωσης αφορά λοιπόν εδώ και χρόνια τους διανοητές που πρώτοι προσπάθησαν να σκεφθούν τη μη κρυπτότητα-ο Heidegger τους ονομάζει πρώιμους διανοητές: τον Αναξίμανδρο, τον Παρμενίδη, τον Ηράκλειτο.
  Το ερώτημα που προβάλλει επιτακτικά στην απόπειρα κατανόησης αυτής της πορείας σκέψεων και διατυπώνεται επίμονα έχει ως εξής: Πώς φθάσαμε σ'αυτό το είδος μη κρυπτότητας υπό την έννοια του συ-στήματος; Ο Heidegger απαντά: είναι το ίδιο το Είναι που εμφανίζεται κατ'αυτόν τον τρόπο. Στην αδημοσίευτη ακόμη διάλεξη ''Ο Κίνδυνος'' εξετάζεται ιδιαιτέρως η συνάφεια του φύσει και του θέσει και καταδεικνύεται το πώς, ήδη, στην παρ-αγωγή της φύσης ενυπάρχει κάτι το θετό. Το ον άγεται από την κρυπτότητα στην μη κρυπτότητα και κατ'αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται. Το παρουσιαζόμενο αυτό μπορεί να τροποποιηθεί από μία ανθρώπινη διευθέτηση (πέτρα-τείχος). Η διευθέτηση εδώ έχει το νόημα της ελληνικής θέσεως, είναι μια διά-ταξη. Προυπόθεση είναι να καθίσταται, εν γένει, αισθητή η μη κρυπτότητα. Γιατί μόνο στην περιφέρειά της είναι δυνατή η διά-ταξη. Στην δυνατότητα παρουσίας του όντος κατά τον τρόπο της φύσεως ο Heidegger αντικρίζει την ουσιακή καταγωγή της μετάπειτα διευθέτησης ως συ-στήματος. Πρέπει πάντως να έχουμε κατά νουν τη διαφορά της διευθέτησης στην φύσιν από την διευθέτηση του συ-στήματος, αν θέλουμε να συλλάβουμε το εύρος της μεταβολής που συντελέστηκε από το ελληνικά θεωρούμενο ον ως παρουσία στην σημερινή θεώρηση του όντος ως διακείμενο. Πρόθεση του Heidegger είναι να αξιωθούμε, επιτέλους, να δούμε αυτήν την μεταβολή, να την σκεφθούμε, να την αναγνωρίσουμε ως ιστορία μας. 



*Τα παραθέματα εδώ αντλούνται από τον τόμο Διαλέξεις και Δοκίμια (Pfullingen, 1954) και η σελιδαρίθμηση (όταν δεν υπάρχει κάποια σημείωση) αναφέρεται σ'αυτόν τον τόμο. Το κείμενο εμφανίστηκε και στην σειρά ''Opuscula'' (τ.1), μαζί με την τελευταία διάλεξη ''Η Στροφή'' (1962).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου